μυκώδης

Greek (Liddell-Scott)

μυκώδης: -ες, μυξώδης, ἕλκος μυκῶδες Ἐρωτιαν. σ. 156, ἔνθα μυκονοειδές.

Greek Monolingual

μυκώδης, -ῶδες (Α)
μυξώδης.