μυλακρὶς

English (LSJ)

λᾶας, ἡ,
A millstone, Alex.Aet.3.31.
II μῠλακρίς, ίδος, ἡ, cockroach found in mills and bakehouses, Ar.Fr.583:—written μῠλαβρίς in Pl.Com.73 (ap.Phot.): both forms in Poll.7.180.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλακρὶς: λᾶας, ἡ, «μυλόπετρα», Ἀνθ. Π. 5. 31. ΙΙ. εἶδος κανθάρου εὑρισκομένου ἐν μύλοις καὶ κλιβάνοις, Λατ. blatta pistrinorum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 503, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λακ.» 5, φέρεται μυλαβρὶς παρὰ Φωτ.· καὶ μυλαγρίς, ἴδε Πολυδ. Ζ΄, 180.