μυληβόρος

English (LSJ)

μυληβόρον, millstone-eating, μυὸς οἷα μυληβόρου Nic.Th.446 (οἷ' ἀμυληβόρου cj. Schneid.).

German (Pape)

[Seite 217] Nic. bei Schol. Il. 8, 178, die Mühle benagend.

Greek Monolingual

μυληβόρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος τρώγει τον σίτο ή το αλεύρι που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -βόρος (< βορά), πρβλ. κουροβόρος].