μυλοκόρος

German (Pape)

[Seite 217] die Mühle fegend, den Mühlstein reinigend (?).

Greek (Liddell-Scott)

μυλοκόρος: ὁ καθαρίζων, σαρώνων, τὸν μύλον ἢ τὴν μυλόπετραν, μυλωθρός, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο (Α μυλοκόρος)
αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος, σηκο-κόρος.