μυλώνισσα

Greek (Liddell-Scott)

μυλώνισσα: ἡ = μυλωθρίς, Γλωσσ.· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

μυλώνισσα, ἡ (Μ)
βλ. μυλωνάς.