μυογονία

Greek Monolingual

η
(εμβρυολ.) το σύνολο τών εξεργασιών με τις οποίες ορισμένα διαφοροποιημένα στοιχεία του μεσοδέρματος μεταβάλλονται σε μυϊκές ίνες, γραμμωτές ή λείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myogenie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -γονία < -γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].