μυοσόβη

English (LSJ)

ἡ, = μυιοσόβη (q.v.), IG11(2).287 B71 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos442B33 (ibid., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 218] ἡ, s. L, statt μυιοσόβη.

Greek Monolingual

μυοσόβη, ἡ (Α)
βλ. μυισόβη.