v. μύρκος.
μυρικᾶς: «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.
μυρικᾱς (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ' επίδραση του μυρίκη «είδος θάμνου»].