μυριόηχος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αναρίθμητους και ποικίλους ήχους («η βουή χιλιόφωνη και μυριόηχη εκατρακυλούσεν από μακρινές αποστάσεις», (Καρκαβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ἦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].