μυριόναυς

English (LSJ)

αος, ὁ, ἡ, with countless ships, ἄρης AP7.237 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 219] αος, mit zehntausend, mit unzählig vielen Schiffen, Ξέρξου Ἄρης, Philp. 81 (VII, 237).

French (Bailly abrégé)

ναος (ὁ, ἡ)
aux vaisseaux innombrables.
Étymologie: μυρίοι, ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόναυς: νᾱος adj. с бесчисленными кораблями (Ξέρξου ἄρης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόναυς: -αος, ὁ, ἡ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἀναριθμήτων νεῶν, μυριόναυν ἄρην Ἀνθ. Π. 7. 237.

Greek Monolingual

μυριόναυς, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποτελείται από αναρίθμητα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ναῦς (πρβλ. λιπόναυς, χιλιόναυς)].

Greek Monotonic

μῡριόναυς: -αος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα πλοία, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῡριό-ναυς, αος, ὁ, ἡ,
with countless ships, Anth.