μυρμηκοφαγίδες

Greek Monolingual

οι
ζωολ. οικογένεια θηλαστικών που περιλαμβάνει ζώα με επιμήκη ουρά, κεφαλή και ρύγχος, χωρίς δόντια, τα οποία τρέφονται με τερμίτες και μυρμήγκια που συλλαμβάνουν με την επιμήκη, σκωληκοειδή γλώσσα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrmicophagidae < myrmicophagus (βλ. λ. μυρμηκοφάγος)].