μυρρινίτης

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ, = μυρσινίτης, dub. cj. in Ael.VH 12.31.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρῐνίτης: ὁ, = μυρσινίτης, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31.

Greek Monolingual

μυρρινίτης, ὁ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσινίτης.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, οἶνος, mit Myrtenbeeren abgezogener Wein, Ael. V.H. 12.31.