μυρσινίτης
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
[ῑτ] οἶνος, ὁ,
A wine flavoured with myrtle, Dsc.5.29.
II Subst. μ., ὁ, a precious stone, Plin.HN37.174.
2 myrtle spurge, Euphorbia myrsinites, Dsc.4.164.5.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.
French (Bailly abrégé)
c. μυρρινίτης.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 63.
Greek Monolingual
ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης)
1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη
2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης
3. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μυρρίτης)].