μυρτοειδής

Greek Monolingual

-ές
1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό της μυρσίνης
2. φρ. «μυρτοειδής μυς»
ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα του ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + -ειδής].