μυρτοχειλίδες
English (LSJ)
αἱ, = μυρτόχειλα (labia majora of the vagina, labia majora, labia majora pudendorum).
German (Pape)
[Seite 222] αἱ, die Lefzen an der weiblichen Schaam, Poll. 2, 174. Vgl. μύρτον.
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτοχειλίδες: -αἱ, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.
Greek Monolingual
μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) μυρτόχειλα
(κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν του γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».
Translations
labia majora
Bengali: লেবিয়া মেজরা, বহিস্থ যোনিওষ্ঠ, বৃহদোষ্ঠ; Catalan: llavis majors; Chinese Cantonese: 大陰脣, 大阴唇; Mandarin: 大陰脣, 大阴唇; Estonian: suured häbememokad; Finnish: isot häpyhuulet, ulommat häpyhuulet; French: grandes lèvres, lèvres externes; German: große Schamlippen; Greek: μεγάλα χείλη του αιδοίου; Ancient Greek: μυρτόχειλα, μυρτοχειλίδες, πτερύγωμα; Hebrew: שפתיים גדולות; Hungarian: nagyajkak; Italian: grandi labbra; Japanese: 大陰唇; Korean: 대음순(大陰脣); Maori: raho; Marathi: प्रथमद्वीदला, प्रथमाजिवणी, बाह्यजिवणी, बाह्यचीरी, बाह्यभेगा, बाह्यद्वीदला, अग्रजिवणी, अग्रचीरी, अग्रभेगा, अग्रद्वीदला, जिवणी, चीरी, भेगा, द्वीदला, बाह्यभेगोष्ठ; Persian: لبهای بزرگ; Polish: wargi sromowe większe; Portuguese: lábios maiores; Russian: большие половые губы; Spanish: labios mayores; Tagalog: labing panlabas; Turkish: dış dudaklar; Ukrainian: великі статеві губи; Vietnamese: môi lớn