μύρτον
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
τό,
A myrtle-berry, Pherecr.148, Ar.Av.160, 1100, Pl.R. 372c, Theopomp.Com.67, Antiph.179.4, Thphr. HP 1.12.1, Char.11.4, etc.
2 = μυρσίνη, Archil.164.
II pudenda muliebria, Ar. Lys.1004, Ruf.Onom.111, Poll.2.174.
German (Pape)
[Seite 222] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des μύρτος; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Teil der weiblichen Schaam, sonst κλειτορίς, Ar. Lys. 1004, vgl. μυρτοχειλίδες.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 baie de myrte;
2 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: μύρτος.
Russian (Dvoretsky)
μύρτον: ὁ
1 миртовая ягода Arph., Plat.;
2 Arph. = κλειτορίς 2.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτον: -ου, τό, ὁ καρπὸς τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = μυρσίνη, Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· ταὐτόσημον τῷ νύμφη ἢ κλειτορίς, Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· μυρτόχειλα, τά, καὶ μυρτοχειλίδες, αἱ, τὰ χείλη αὐτοῦ, αὐτόθι.
Spanish
Greek Monotonic
μύρτον: -ου, τό, ο καρπός της μυρτιάς, Λατ. myrtum, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μύρτον, ου, τό,
a myrtle-berry, Lat. myrtum, Ar. [from μύρτος
Léxico de magia
τό rama de mirto ἐπιστεφανώσας μύρτοις τὸ πτύχιον θὲς τὸ θυμιατήριον adorna con ramas de mirto la lámina y enciende el incensario P VII 741