μυρώδης

English (LSJ)

μυρώδες, like unguent, Sch.Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 222] ες, salbenartig, Schol. Luc. Lex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μύρον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 8.

Greek Monolingual

μυρώδης, -ῶδες (ΑΜ) μύρον
μσν.
αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος
αρχ.
όμοιος, περεμφερής με μύρο.