μυσαρότης

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, = μυσαρία, Phot. in Wolf's Anecd. gr. I, 133.

Greek (Liddell-Scott)

μῠσᾰρότης: -ητος, ὁ, = μυασαρία, Φωτ. Ἐπιστ. σ. 48. 30. κλ.