μυσαρία

English (LSJ)

ἡ, loathsomeness, Sm.Ez.16.58.

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, die Unfläthigkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῠσᾰρία: ἡ, βδελυγμία, Ἀρέθας εἰς Ἀποκάλυψ. σ. 326.

Greek Monolingual

μυσαρία, ἡ (ΑΜ) μυσαρός
βδελυγμία, αποστροφή.