μυττίς

English (LSJ)

ἡ, the ink of the cuttlefish, Hsch.; cf. μύτις.

Greek Monolingual

μυττίς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν τῆς σηπίας, θολός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μύτις (βλ. και λ. μύτη)].