μυωξία

English (LSJ)

ἡ, mouse-hole, also a term of reproach, Id., Suid.; cf. μυωνιά.

Greek (Liddell-Scott)

μυωξία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

μυωξία, ἡ (ΑΜ) μυωξός
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά.

German (Pape)

ἡ, = μυωνία, Sp.