μυωπός

English (LSJ)

μυωπόν, = μύωψ 1, X.Cyn.3.2,3.

German (Pape)

[Seite 225] = μύωψ, Xen. Cyn. 3, 3.

Russian (Dvoretsky)

μυωπός: Xen. = μύωψ II.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπός: -όν, = μύωψ, Ι, Ξεν. Κυν. 3, 2 καὶ 3.

Greek Monolingual

μυωπός, -όν (Α) μύωψ (Ι)]
αυτός που πάσχει από μυωπία, ο μύωπας.

Greek Monotonic

μυωπός: -όν, = μύωψ I, σε Ξεν.

Middle Liddell

μυωπός, όν = μύωψ I, Xen.]