μυόμορφα

Greek Monolingual

τα
ζωολ. υπόταξη στην οποία κατατάσσοντα 1. 100 είδη τρωκτικών, δηλαδὴ τα δύο τρίτα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myomorpha (< μυς, μυός «ποντικός» + μορφή)].