μωλύνομαι
Greek (Liddell-Scott)
μωλύνομαι: ἀόρ. α΄ ἐμωλύνθην Ἱππ.: πρκμ. μεμώλυσμαι Σοφ. ἔνθα κατωτ.· παθ. (μῶλυς)· Ἐξασθενοῦμαι, μεμωλυσμένη· «παρειμένη» Σοφ. παρ· Ἡσυχ. ἐν λ. μῶλυς (Σοφ. Ἀποσπ. 620). ΙΙ. βαθμιαίως ἐξαφανίζομαι, ἐπὶ ἕλκους, Ἱππ. 765. 41., 1208Α, κτλ.· οὕτω, ἀπεμωλύνθη 1236Β· κατεμωλύνθη 1012C· - πρβλ. μολύω.
Russian (Dvoretsky)
μωλύνομαι: лишаться силы, ослабевать Soph.