ὀλιγωρία, Hsch. μωνιόν· μάταιον, ἀχρεῖον, Id.
[Seite 226] ἡ, erkl. Hesych. ὀλιγωρία, u. μωνιός, μάταιος, ἀχρεῖος.
μωνιή: ἡ, «ὀλιγωρία» Ἡσύχ.
μωνιἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγωρία».