ὀλιγωρία

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγωρία Medium diacritics: ὀλιγωρία Low diacritics: ολιγωρία Capitals: ΟΛΙΓΩΡΙΑ
Transliteration A: oligōría Transliteration B: oligōria Transliteration C: oligoria Beta Code: o)ligwri/a

English (LSJ)

Ion. ὀλιγωρίη, ἡ,
A an esteeming lightly, contempt, ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης Hdt. 1.106, cf. 6.137; ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι = ὀλιγωρεῖν, Th.4.5; ἐς ὀλιγωρίαν τραπέσθαι τινός Id.2.52; ὀ. πρός τι D.54.39; περί τινος Plb. 11.9.2, cf. Arist.Rh.1378b10; εἴς τι Id.Pol.1315a18: in plural, Isoc.7.51.
2 neglect of duty, negligence, Decret. ap. D.18.74; διακεχυμέναι πρὸς ὀλιγωρίαν διατριβαί Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 322] ἡ, Geringschätzung, Vernachlässigung; καὶ ὕβρις, Her. 6, 137; εἰς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων, Thuc. 2, 52; Arist.; Folgde auch περί τινος, Pol. 11, 9, 2; ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι, = ὀλιγωρεῖν, Thuc. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
indifférence, négligence, mépris.
Étymologie: ὀλίγωρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγωρία: ион. ὀλῐγωρίηпрезрение, пренебрежение (ὀ. καὶ ὕβρις Her.; ὀ. τινός Thuc., περί τινος Polyb. и πρός τι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὀλίγον φροντίζειν περί τινος, περιφρόνησις, παραμέλησις, ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης Ἡρόδ. 1. 106, πρβλ. 6. 137· ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι = ὀλιγωρεῖν, Θουκ. 4. 5· οὕτως, ἐς ὀλιγωρίαν τραπέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. 2. 52· ὀλ. πρός τι Δημ. 1269. 3· περί τινος Πολύβ. 11. 9, 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3, Πολιτ. 5. 2, 6· - ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 150A. 2) παραμέλησις καθήκοντος, ἀμέλεια, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 249. ἐν τέλ.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) ολίγωρος
αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.)
αρχ.
περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγωρία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. υποτίμηση, καταφρόνηση, περιφρόνηση, παραμέληση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. παραμέληση, αμέλεια, στον Δημ.

Middle Liddell

ὀλῐγωρία, ἡ, [from ὀλῐγωρέω]
1. an esteeming lightly, slighting, contempt, Hdt., Thuc., etc.
2. negligence, ap. Dem.

Mantoulidis Etymological

(=ἀμέλεια, ἀδιαφορία). Ἀπό τό ὀλιγωρῶ (παραμελῶ) → ἀπό τό ὀλίγωροςὀλίγος + ὤρα (=φροντίδα).
Παράγωγα: ὀλιγώρημα, ὀλιγώρησις, ὀλιγωρητέον καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη ὀλίγος.

Lexicon Thucydideum

contemptus, scorn, disdain, 2.52.3,
contemptui habere, to hold in contempt, 4.5.1. 7.3.2.

Translations

contempt

Arabic: ⁧اِحْتِقَار⁩, ⁧اِزْدِرَاء⁩; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: ⁧בוז⁩; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്‌ഛം; Old English: forsewennes; Persian: ⁧تحقیر⁩; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: ⁧פֿאַראַכטונג⁩‎

negligence

Armenian: անփութություն; Bengali: গাফলাতি; Bulgarian: нехайство, немарливост; Catalan: negligència; Chinese Mandarin: 過失/过失, 疏忽, 失職/失职; Czech: nedbalost; Dutch: nalatigheid, achteloosheid; Finnish: huolimattomuus, heitteillejättö; French: négligence coupable; Georgian: დაუდევრობა; German: Fahrlässigkeit; Greek: αμέλεια; Ancient Greek: ἀμέλεια, ἀμελείη, ἀμελετησία, ἀμελία, ἀμελίη, ἀφυλαξία, ἐπισυρμός, ὀλιγώρημα, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, παρόρασις; Interlingua: negligentia; Italian: negligenza; Japanese: 過失, 疎か; Korean: 과실(過失), 소홀(疏忽); Latin: indiligentia, neglegentia, incuria; Norwegian Bokmål: uaktsomhet; Portuguese: negligência; Romanian: neglijență, delăsare; Russian: халатность; Spanish: negligencia; Tagalog: kutalay; Telugu: నిర్లక్ష్యం; Tocharian B: ykorñe; Vietnamese: tính cẩu thả, sự bất cẩn

contempt

Arabic: ⁧اِحْتِقَار⁩, ⁧اِزْدِرَاء⁩; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: ⁧בוז⁩; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്‌ഛം; Old English: forsewennes; Persian: ⁧تحقیر⁩; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: ⁧פֿאַראַכטונג