μωροῦμαι, -όομαι (Α) μωρός1. καθίσταμαι μωρός, νωθρός, αδρανής, εμβρόντητος, μένω με ανοιχτό το στόμα2. (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμωρωμέναη μωρία (Ιπποκρ.).