μόμφις

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, = μέμψις, Teleclid. in B. A. 107.

Greek Monolingual

μόμφις, -εως, ἡ (Α)
μομφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμένος τ. του μομφή κατά το μέμψις.