μόνωπος

German (Pape)

[Seite 206] = μονώψ, Callim. frg. 78.

Greek (Liddell-Scott)

μόνωπος: -ον, = μονώψ, Καλλιμ. Ἀποσπ. 76.

Greek Monolingual

μόνωπος, -ον (Α)
βλ. μόνωψ.