μόνωψ

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνωψ Medium diacritics: μόνωψ Low diacritics: μόνωψ Capitals: ΜΟΝΩΨ
Transliteration A: mónōps Transliteration B: monōps Transliteration C: monops Beta Code: mo/nwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, = μόναπος, Ael. NA 7.3.

German (Pape)

[Seite 207] ωπος, ὁ, = μόναπος, Ael. N. A. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
taureau sauvage, bison, animal.
Étymologie: cf. μόναπος.

Greek (Liddell-Scott)

μόνωψ: -ωπος, = μόναπος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 3.

Greek Monolingual

(I)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (ΑΜ)
το ζώο μόναπος.
(II)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (Α)
επίδεσμος για το ένα μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλάωψ)].