μόνωψ
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ωπος, ὁ, = μόναπος, Ael. NA 7.3.
German (Pape)
[Seite 207] ωπος, ὁ, = μόναπος, Ael. N. A. 7, 3.
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
taureau sauvage, bison, animal.
Étymologie: cf. μόναπος.
Greek (Liddell-Scott)
μόνωψ: -ωπος, = μόναπος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 3.
Greek Monolingual
(I)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (ΑΜ)
το ζώο μόναπος.
(II)
μόνωψ, -ωπος, ὁ (Α)
επίδεσμος για το ένα μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλάωψ)].