μόρφων: -ωνος, ὁ, ὑποκριτής, Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.
μόρφων, -ωνος, ὁ (Α)αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, υποκριτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ων (πρβλ. θεράπων)].