μύρρινος
English (LSJ)
η, ον, Att. for μύρσινος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μύρσινη.
Greek (Liddell-Scott)
μύρρῐνος: -η, -ον, μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ μύρσινος.
Greek Monolingual
German (Pape)
von Myrten, Sp.
Bei Theophr. auch = μύρτος; – τὸ μύρρινον = μύρτον 2), ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυρρίνου, Ar. Eq. 959.