νάφθας

English (LSJ)

ὁ, = ἡ νάφθα

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, das freie, leicht entzündliche Bergöl, Naphtha, bei den Griechen auch Μηδείας ἔλαιον, Diosc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
c. νάφθα.

Greek Monolingual

νάφθας, ὁ (Α)
νάφθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του νάφθα (βλ. και άφθα)].