νέρτατος

English (LSJ)

η, ον, = ἐνέρτατος, lowest, Hsch.

Spanish (DGE)

el más bajo

German (Pape)

[Seite 246] = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νέρτατος: -η, -ον, = ἐνέρτατος, «ἔσχατος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νέρτατος, -άτη, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνέρτατος, ἔσχατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του νέρτερος].