νέρτερος
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Ph.1020 (lyr.):—
A = ἐνέρτερος, lower, nether, Comp. without Posit. in use (cf. νέρθε, ἔνερθε), νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ A.Ag.1617; τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ar.Lys. 772.
2 mostly as Posit., belonging to the lower world, ἡ ν. θεός S.OC1548; ν. θεοί A.Pers.622, S.Ant.602 (lyr.), etc.; νέρτεροι alone, the dead, A.Pers.619, etc.; ν. πλάκες, χθών, δώματα, the world below, S.OC1576 (lyr.), E.Alc.47 (s.v.l.), 1073; ν. κώπα, of Charon's boat, ib.459 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 246] auch 2. Endg., νερτέρου τ' Ἐχίδνας, Eur. Phoen. 1027, = ἐνέρτερος, der untere; νερτέρᾳ κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει, Ar. Lys. 772; bes. νέρτεροι, die Untern, die Todten, Aesch. Ch. 15. 399; auch νέρτεροι θεοί, Pers. 614; Eur. Or. 620, wie Soph. Ant. 598, öfter; Eur. auch χθών, Unterwelt, Alc. 48; einzeln auch in Prosa, τοῖς δυσδαίμοσι νερτέροις Tim. Locr. 104 d, Sp.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui est au-dessous, inférieur;
2 qui est dans les enfers : νέρτεροι θεοί les dieux infernaux ; οἱ νέρτεροι les morts.
Étymologie: cf. νέρθε.
Russian (Dvoretsky)
νέρτερος: 3, редко
1 находящийся внизу, нижний: νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ Aesch. сидящий на нижней скамье гребцов; τὰ ὑπέρτερα νέρτερα θεῖναι Arph. перевернуть все вверх дном;
2 подземный (πλάκες Soph.; χθών, δώματα Eur.): νέρτεροι θεοί Aesch. боги подземного царства.
Greek (Liddell-Scott)
νέρτερος: -α, -ον, παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1020 ὡσαύτως ος, ον, = ἐνέρτερος, κατώτερος, ὑπόγειος, Λατ. inferior, συγκρ. ἄνευ θετικοῦ ἐν χρήσει (πρβλ. νέρθε, ἔνερθε), νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1618, (ἀλλά, ν. κώπη, ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 429, ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος)· τὰ δ’ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ἀριστοφ. Λυσ. 772. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς θετικόν, ἡ νερτέρα θεὸς Σοφ. Ο. Κ. 1548· νέρτεροι θεοὶ (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐνέρτεροι Ἰλ. Ο. 225) Αἰσχύλ. Πέρσ. 619, Σοφ. Ἀντ. 602, κτλ.· νέρτεροι μόνον, Λατ. inferi, οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 619, κτλ.· ὡσαύτως, ν. πλάκες, χθών, δώματα, ὁ κάτω κόσμος, Σοφ. Ο. Κ. 1577, Εὐρ. Ἄλκ. 47, 1073.
Greek Monolingual
νέρτερος, -έρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. κατώτερος («τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει», Αριστοφ.)
2. αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο, υποχθόνιος («νέρτεροι θεοί», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί νέρτεροι
οι νεκροί
4. φρ. α) «νερτέρα πλάξ» — η επιτάφια πλάκα, ο τάφος
β) «νερτέρα χθών» — ο Άδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε].
Greek Monotonic
νέρτερος: -α, -ον και -ος, -ον,
1. = ἐνέρτερος, κατώτερος, υπόγειος, Λατ. inferior, συγκρ. χωρίς θετικό βαθμό σε χρήση (πρβλ. νέρθε, ἔνερθε), σε Αισχύλ.
2. κυρίως λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Τραγ.· ἡ νερτέρα θεός, σε Σοφ.· νέρτεροι, Λατ. inferi, νεκροί, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, νέρτεραι πλάκες, χθών, δώματα, λέγονται για το βασίλειο του Κάτω Κόσμου, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
νέρτερος, η, ον = ἐνέρτερος
1. lower, nether, Lat. inferior, a comp. without any Posit. in use (νέρθε, ἔνερθἐ, Aesch.
2. mostly of the world below, Trag.; ἡ νερτέρα θεός Soph.; νέρτεροι, Lat. inferi, the dead, Aesch., etc.; also, ν. πλάκες, χθών, δώματα, of the realms below, Soph., Eur.