Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νέφρωση
Greek Monolingual
η ιατρ.παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις εκφυλιστικές παθήσεις τών νεφρών χωρίςφλεγμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrosis (<νεφρο- + -ωση)].