νίκαμα

English (LSJ)

Doric for νίκημα.

Greek (Liddell-Scott)

νίκαμα: νίκη, Ἐπιγραφ. Χερσον. Ι, α, C. GD 3087, 26.

Greek Monolingual

νίκαμα, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νίκημα.