νίκημα
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
-ατος, τό, Dor. νίκαμα IPE12.352.26 (Chersonesus), BCH27.219 (Crete):—prize of victory, victory, Delph.3(1).483, Plb.1.87.10, 16.14.5, D.S.4.33, D.H.3.27, Plu.Lyc.22.
German (Pape)
[Seite 256] τό, das Ersiegte, der Sieg, häufig bei Sp., wie Pol. 1, 87, 10 u. öfter; Plut. Lyc. 22; D. Sic. 4, 33.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
victoire remportée, prix de la victoire.
Étymologie: νικάω.
Russian (Dvoretsky)
νίκημα: ατος (ῑ) τό
1 одержанная победа Plut.;
2 награда за победу Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
νίκημα: [ῑ], τό, (νικάω) τὸ βραβεῖον τῆς νίκης, νίκη, Πολύβ. 1. 87, 10., 16. 14, 5, Διόδ., κτλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νίκημα, Α δωρ. τ. νίκαμα) νικώ
η νίκη
αρχ.
το βραβείο της νίκης.
Greek Monotonic
νίκημα: [ῑ], -ατος, τό (νικάω), βραβείο νίκης, νίκη, σε Πολύβ.