ναέτωρ

English (LSJ)

= νάτωρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 227] ορος, ὁ, der Fließende, von νάω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ναέτωρ: «ῥέων, πολύρρους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ναέτωρ και νάτωρ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ρέων, πολύρρους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. μελέ-τωρ < μέλω). Ο τ. νᾱ-τωρ < ναFέτωρ με σίγηση του -F- και συναίρεση].