ναοδομία

German (Pape)

[Seite 228] ἡ, der Tempelbau, Nicet

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοδομία: ἡ, ἡ οἰκοδομὴ ναῶν, Νικήτ. Χρον. 134C.

Greek Monolingual

η (Μ ναοδομία) ναοδόμος
1. οικοδόμηση, κατασκευή ναού
2. αρχιτεκτονική ναών.