ναρκίσσινος

English (LSJ)

η, ον,
A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53.
II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 229] von Narkissos, ἔλαιον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ ναρκίσσου πεποιημένος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 19, Διοσκ. 1, 63.

Spanish

del narciso

Greek Monolingual

-ινη, -ο (Α ναρκίσσινος -ίνη, -ον) νάρκισσος
αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.).

Léxico de magia

-ον del narciso ref. a la flor βαστάσας τὰ ζʹ ἄνθη τῶν ζʹ ἀστέρων, ἅ ἐστι σαμψούχινον, ... ναρκίσσινον, λευκόϊνον, ῥόδον toma las siete flores de las siete estrellas, que son: mejorana, narciso, alhelí y rosa P XIII 25 P XIII 355