ναυηγέτης

English (LSJ)

ναυηγέτου, ὁ, = ναύαρχος, Lyc.873.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, = ναυαγός, Schiffsführer, Lycophr. 873, ναυπηγέτης ist f. L.

Greek (Liddell-Scott)

ναυηγέτης: -ου, ὁ, = ναύαρχος, Λυκόφρ. 873.

Greek Monolingual

ναυηγέτης, ὁ (Α)
ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + ἡγέτης.