ναυπηγής
English (LSJ)
ναυπηγές, shipbuilding, τέχναι Man.4.323.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγής: -ές, = ναυπηγός, Μανέθων 4. 323.
Greek Monolingual
ναυπηγής, -ές (Α)
αυτός που αφορά τη ναυπήγηση ή αυτός που αποβλέπει στη ναυπήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. κοινοπηγής].