ναυπηγεῖον

English (LSJ)

τό, shipyard, D.S.19.58; cf. ναυπήγιον.

German (Pape)

[Seite 232] τό, v.l. für ναυπήγιον.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγεῖον: τό Diod. = ναυπήγιον.