Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ναυτογράφος
Greek Monolingual
ο αυτόματο όργανο το οποίο χαράζει πάνω σε πίνακα την πορεία του πλοίου και που αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί ως όργανο ελέγχου της πορείας αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ.<ναύτης+ -γράφος (<γράφω)].