ναύστου, ὁ, = ναύτης, Sammelb.1207.
ναύστης, ὁ (Α)ναύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναύτης με -σ- πιθ. κατά τα αρσ. σε -στης (πρβλ. ναῦσθλον)].