Aeol. for νάω (q.v.), Hsch.II = ἱκετεύω, Id., Phot. ναυών, ῶνος, ὁ, (ναῦς) = νεών, νεώριον, Hsch.
[Seite 233] äol. = νάω, fließen, VLL.
ναύω: Αἰολ. ἀντὶ νάω (ῥέω), «ναύει· ῥέει, βλύζει» Ἡσύχ.