ναώριον

English (LSJ)

v. νεώριον.

Greek (Liddell-Scott)

ναώριον: Δωρ. = νεώριον, Ἐπιγραφ. Κερκύρ. GD. 3195β, 11.

Greek Monolingual

ναώριον, τὸ (Α)
βλ. νεώριο.