ναῖον

English (LSJ)

v. νάω.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔναιον, impf. de ναίω;
ou pour ἔναον de νάω.

Russian (Dvoretsky)

ναῖον:
I эп. (= ἔναιον) impf. к ναίω I.
II эп. (= ἔναον) impf. к νάω.