[ῐδ], τό, Dim. of νεβρίς, Artem.4.72.
[Seite 235] τό, dim. von νεβρός, Artemid. 4, 72.
νεβρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ νεβρίς, Ἀρτεμίδ. 4. 72.
νεβρίδιον, τὸ (Α) νεβρίςυποκορ. του νεβρίς.